Δευτέρα 16 Φεβρουαρίου 2015

Αιμορραγίες Ανώτερου Πεπτικού Συστήματος, Κλινική διάγνωση

Η κλινική εξέταση του ασθενούς πρέπει να είναι ενδελεχής και κατά συστήματα διότι μπορεί να αποκαλυφθούν είτε συστηματικά νοσήματα είτε να εντοπιστεί η θέση της βλάβης.
Παραδείγματος χάριν η ανεύρεση ηπτικών αστέρων μπορεί να υποδεικνύει βαριά κίρρωση με κιρσούς οισοφάγου, ή ύπαρξη αιμοραγικών πετεχιών κάποιο πιθανό αιματολογικό πρόβλημα. Η κλινική εξέταση πρέπει πάντοτε να περιλαμβάνει έλεγχο για πιθανά σημεία καταπληξίας ή σημεία κίρρωσης, Η αρτηριακή πίεση του αίματος του ασθενούς πρέπει να λαμβάνεται σε καθιστή και ορθία θέση, ενώ το ορθό πρέπει να ελέγχεται δακτυλικά για την ύπαρξη ή όχι αίματος. Το περιεχόμενο του ρινογαστρικού σωλήνα εκτιμάται για το χρώμα του αίματος, την ποσότητα, την πρόσμιξη ή όχι χολής, την παρουσία θρόμβων κοκ. Η εκτίμηση των χαρακτήρων της αιμορραγίας, δηλαδή του χρώματος, της σύστασης, και της ποσότητας, έχει ιδιαίτερη σημασία.
Μια ΑΑΠ μπορεί να παρουσιαστεί σαν αιματέμεση (25%), μέλαινα κένωση (25%, και για την οποία απαιτείται απώλεια 50–100cc αίματος στα κόπρανα), αιματοχεσία (15%, η οποία παρατηρείται σε μαζικές αιμορραγίες από το ανώτερο πεπτικό), αιματέμεση με “ερυθρό αίμα”, και αιματέμεση με “καφεοειδές αίμα”. Ανάλογα με το πως εμφανίζεται η αιμορραγία προκύπτουν σημαντικές πληροφορίες όσον αφορά την εστία της, το ρυθμό της αιμορραγίας αλλά και το εάν είναι πρόσφατη ή όχι.
Μια ΑΑΠ μπορεί να εκδηλωθεί και σαν αναιμία ή εύκολη κόπωση (σε χρόνια λανθάνουσα μικροσκοπική αιμορραγία), σαν ορθοστατική υπόταση με ταχυκαρδία (όταν η απώλεια αίματος είναι μεγαλύτερη από 500ml), ή σαν ολιγαιμική καταπληξία (shock) σε μαζική απώλεια αίματος (>1500 ml ή 30% του συνολικού όγκου αίματος). Οι εκδηλώσεις αυτές εξαρτώνται από την ποσότητα και το ρυθμό της αιμορραγίας. Ο αιματοκρίτης αποτελεί έναν δείκτη εκτίμησης της βαρύτητας της αιμορραγίας, παρότι στην αρχική φάση δεν είναι ακριβής λόγω της αιμοσυμπύκνωσης που προκαλείται.
Aλλα σπανιότερα σημεία και συμπτώματα μιας ΑΑΠ είναι η δυσπεψία (18%), η επιγαστραλγία (41%),  η θωρακαλγία (21%), το διάχυτο κοιλιακό άλγος (10%), η δυσφαγία (5%), η απώλεια βάρους (12%) και ο ίκτερος (5.2%).